- νειρός
- (I)νειρός, -ά, -όν (Α)1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειράη νείαιρα*, το υπογάστριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)].————————(II)νειρός, -ά, -όν (Α)ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (πρβλ. νηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.